Translate

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ-ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ κ' ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ-ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ κ' ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 

ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ   Αν θελήσουμε να αναδείξουμε τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και ειδικότερα αν επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης με τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών κρατών της εποχής του μεσοπολέμου, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, και χάρη στα οποία ο ιστορικός EHobsbawm ονόμασε τη συγκεκριμένη περίοδο «εποχή της καταστροφής». Πιο συγκεκριμένα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που σημάδεψαν ανεξίτηλα τον προηγούμενο αιώνα, δεν ήταν απλά συγκρούσεις με δίχως προηγούμενο σε ένταση, έκταση και καταστροφικότητα, αλλά επέφεραν ανακατατάξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλάζοντας οριστικά και αμετάκλητα το πρόσωπο του κόσμου και τη θέση της Ευρώπης μέσα σ’ αυτόν.
Ήδη με το πέρας του πρώτου παγκόσμιου, γνωστού και ως Μεγάλου Πολέμου, ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης θα έχει μετασχηματιστεί ριζικά, χάρη στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και τον σχηματισμό μικρότερων εθνικών κρατών. Οι συνέπειες δε θα περιοριστούν όμως μονάχα στο προηγούμενο γεγονός. Οι τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και ειδικότερα η λειψανδρία, η αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού και η λαϊκή απήχηση νέων ιδεολογιών όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός, οι αλυσιδωτές επαναστάσεις «από τα κάτω» και η απάντηση της αντίδρασης με την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, θα αποτελέσουν ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές που εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο, η σημαντικότερη ίσως επίπτωση για τη θέση της Ευρώπης σε παγκόσμιο επίπεδο, υπήρξε το γεγονός πως ο Μεγάλος Πόλεμος σηματοδότησε και το τέλος της οικονομικής της πρωτοκαθεδρίας, καθώς στη διάρκεια του μεσοπολέμου θα εξαρτηθεί σταδιακά όλο και περισσότερο από τα αμερικάνικα κεφάλαια1.ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ
Αν λοιπόν το τέλος του Μεγάλου Πολέμου θα σηματοδοτήσει την οικονομική εξάρτηση της Ευρώπης, αντίστοιχα το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, εκτός από τις ακόμα μεγαλύτερες σε αριθμό ανθρώπινες απώλειες και την τεράστια καταστροφή των ευρωπαϊκών υποδομών, θα σημάνει και την πολιτική εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από τις δύο υπερδυνάμεις που αναδείχτηκαν μεταπολεμικά2Στο εξής και για τέσσερις και πλέον δεκαετίες, Η.Π.Α. και Σοβιετική Ένωση θα εμπλακούν σε ένα πολυεπίπεδο ανταγωνισμό, καθώς στο προφίλ της καθεμιάς αντανακλώνταν το πρότυπο μιας διαφορετικής πολιτικής πρότασης κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, του καπιταλιστικού στην πρώτη και του υπαρκτού σοσιαλισμού στη δεύτερη. Το γεγονός θα επιφέρει ένα κλίμα διπολισμού, του οποίου η προβολή σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα εκφραστεί με την διαίρεση και την πρόσδεση των ευρωπαϊκών κρατών στο άρμα της μιας εκ των δύο υπερδυνάμεων. Ευνόητα, οι επιπτώσεις των δύο παγκόσμιων πολέμων θα επηρέαζαν άμεσα τις όποιες πολιτικές υιοθετήθηκαν μεταπολεμικά σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο από τα ευρωπαϊκά κράτη.
Η υπαγωγή της πολιτικής διαίρεσης που μόλις περιγράψαμε σε γεωγραφικό επίπεδο, σήμαινε τη διχοτόμηση της Ευρώπης σε ανατολική και δυτική, με την πρώτη να εντάσσεται στη σφαίρα επιρροής της Ε.Σ.Σ.Δ. και τη δεύτερη σε εκείνη των Η.Π.Α. Κοινό στοιχείο και των δύο συνασπισμών για την άμεση μεταπολεμική περίοδο 1944-1947, υπήρξε η υιοθέτηση της αντίληψης πως η όποια οικονομική ανάπτυξη όφειλε να εδράζεται σε κεντρικό σχεδιασμό, με τη λειτουργία των βασικών κλάδων της οικονομίας όπως η βαριά βιομηχανία και ο τραπεζικός τομέας να περνούν στο πεδίο ευθύνης του κράτους3. Βέβαια, πίσω από τη συγκεκριμένη κοινή συνισταμένη υπέβοσκαν ουσιαστικές διαφορές όσον αφορά την πορεία προς την οικονομική ανάπτυξη και την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, τις οποίες θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε στη συνέχεια.
Για την ανατολική Ευρώπη με επίκεντρο την Ε.Σ.Σ.Δ., αλλά και τις χώρες που συστρατεύτηκαν μαζί της - πραγματοποιώντας ένα βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό στα πρότυπα της πατρίδας της Οκτωβριανής Επανάστασης4- μπορούμε συνοπτικά να επισημάνουμε τους εξής στόχους: την οικονομική επανάκαμψη με κεντρικό άξονα την βαριά βιομηχανία για την Ε.Σ.Σ.Δ.,5 και την ταχεία εκβιομηχάνιση για τις υπόλοιπες ανατολικές χώρες με βάση το μοντέλο της αντίστοιχης σοβιετικής τής δεκαετίας του 306. Ο τρόπος επίτευξης του προηγούμενου στόχου βασίστηκε στην υιοθέτηση, κατά το διάστημα 1948-1951, πενταετών ή εξαετών πλάνων στη διάρκεια των οποίων όφειλε να συντελεστεί προκαθορισμένη βιομηχανική ανάπτυξη και μαζικοποίηση της παραγωγής. Ωστόσο, η ικανοποίηση των απαιτήσεων που έθεταν τα πλάνα προϋπόθετε και απαιτούσε τη συμπίεση των εργατικών ημερομίσθιων7, ώστε να δημιουργηθεί πλεόνασμα που θα επανεπενδύονταν στη βιομηχανική ανάπτυξη8.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ: κρατών μελών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1973
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ: κρατών μελών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθώς και ανεξάρτων ή χωρών ενταγμένων σε άλλους συνασπισμούς το 1973
  Επιχειρώντας μια σύντομη αποτίμηση του παραπάνω μοντέλου, αξίζει να εστιάσουμε στους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης τόσο του εργατικού δυναμικού όσο και της παραγωγής που επιτεύχθηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών του 50’ και του 60’, οι οποίοι ήταν ισάξιοι ή και υπέρτεροι εκείνων της δύσης. Το επίτευγμα φαντάζει ακόμα πιο εντυπωσιακό αν συνυπολογίσουμε την απόρριψη της αμερικάνικης οικονομικής βοήθειας του σχεδίου Marshall από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Στον αντίποδα, πρέπει να επισημάνουμε πως ταυτόχρονα, το συγκεκριμένο μοντέλο κυοφορούσε τα τεράστια προβλήματα που θα εμφανίζονταν μελλοντικά. Σταχολογώντας κάποιες από τις αιτίες, μπορούμε να αναφέρουμε ότι η επένδυση στη βιομηχανία έντασης εργασίας στάθηκε ανάχωμα για την εξέλιξη της υψηλής τεχνολογίας και συνάμα οδήγησε στην υπερβολική διόγκωση ξεπερασμένων βιομηχανικών κλάδων, κάτι που μελλοντικά θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους9. Επίσης, η ανάπτυξη δεν είχε την ανάλογη αντανάκλαση στα εισοδήματα των εργαζομένων, γεγονός που σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων γέννησε έντονη δυσαρέσκεια στις γραμμές της εργατικής τάξης. Η αγανάκτηση για την πολιτική των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων αλλά και η εντεινόμενη δυσφορία απέναντι στην σοβιετική κηδεμονία, σε αρκετές περιπτώσεις εκφράστηκε ακόμα και με τη μορφή ανοιχτής εξέγερσης10. Επιπλέον, η υποβάθμιση του αγροτικού τομέα προς χάρη της εκβιομηχάνισης αποτέλεσε τη βασική αιτία αντίδρασης των αγροτικών μαζών, φαινόμενο που στις περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή11. Τέλος, η ανεπάρκεια καταναλωτικών αγαθών και η μη ικανοποιητική άνοδος του βιοτικού επιπέδου – παρά τα βήματα βελτίωσης που είχαν αναμφίβολα προκύψει – συγκρινόμενη με την αντίστοιχη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, υπόσκαψε την κοινωνική συνοχή και επέφερε βαθύ ρήγμα στη σχέση των μαζών με τα καθεστώτα, μέχρι του σημείου άρσης της εμπιστοσύνης των μαζών προς τα τελευταία12. Από την άλλη, η αδυναμία επίτευξης μεταρρυθμίσεων και διορθωτικών αλλαγών από τη μεριά των κυβερνήσεων θα οδηγούσε στα γνωστά αδιέξοδα, με κατάληξη την κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων στα τέλη της δεκαετίας του 80’ και την αλλαγή του ευρωπαϊκού γεωπολιτικού τοπίου μια ακόμα φορά.
Μολονότι, η κατάσταση που περιγράψαμε καταδεικνύει το έλλειμμα ευελιξίας του ανατολικού συνασπισμού και την αδυναμία του, από ένα σημείο κι έπειτα, να ανταπεξέλθει στον αδυσώπητο ανταγωνισμό με τη δύση, με επιπτώσεις στην ίδια τη βιωσιμότητά του. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, επιτεύχθηκε ο ραγδαίος μετασχηματισμός των ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Η έμφαση στην εκβιομηχάνιση συνοδεύτηκε από έντονη αστικοποίηση και από ανάλογη μεγέθυνση της εργατικής τάξης. Παράλληλα, στο μοντέλο της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής πρέπει να πιστωθούν: η δημιουργία εθνικών συστημάτων υγείας που μείωσαν την παιδική θνησιμότητα και αύξησαν το μέσο όρο ζωής. Η αρωγή προς την οικογένεια και η δημιουργία δομών και θεσμών, όπως οι παιδικοί σταθμοί ή η νομιμοποίηση των αμβλώσεων που αποσκοπούσαν στην ελάφρυνση των γυναικών από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στην παραγωγή. Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης, μέσω εκδημοκρατισμού της παιδείας και της ελεύθερης μαζικής πρόσβασης σε όλες τις βαθμίδες της πλατιών στρωμάτων. Η αύξηση των ρυθμών κοινωνικής κινητικότητας και οι περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης, ιδιαίτερα για την εργατική τάξη. Και τέλος, η ισοκατανομή του εθνικού εισοδήματος που συνοδεύτηκε από την εξάλειψη της επαιτείας13.

Επιχειρώντας μια ανάλογη επισκόπηση των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, διαπιστώνουμε πως η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη παρουσίασε, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70’, πρωτοφανείς ρυθμούς, σε σημείο που η συγκεκριμένη περίοδος έμεινε γνωστή και ως «χρυσή εποχή του καπιταλισμού»14. Σε αντιστοιχία - και αυστηρά τηρουμένων των αναλογιών- με τον ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο που κατείχε η Ε.Σ.Σ.Δ. για την ανατολική Ευρώπη, στην δυτική τον ανέλαβε για πρώτη φορά μια εξωευρωπαϊκή χώρα, αυτή των Η.Π.Α., η οικονομική ευρωστία της οποίας επέτρεψε την χάραξη πολιτικών παροχών προς τις συμμαχικές χώρες που θα περιγράψουμε στη συνέχεια, σε αντιδιαστολή με τη μεγάλη αντίπαλό της που προσπαθούσε να ωφεληθεί οικονομικά από τα κράτη του δικού της συνασπισμού.
Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, σε αντίθεση με τις επιταγές του φιλελευθερισμού, χαρακτηρίζονταν από τον κρατικό παρεμβατισμό και εμπνέονταν από τις αντιλήψεις του Κέυνς για ενεργό συμμετοχή του κράτους στην οικονομία. Για τον Βρετανό οικονομολόγο, πυρήνα της θεωρίας του αποτελούσε η πεποίθηση πως το κράτος δύναται να παρεμβαίνει στην οικονομία, δίχως να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής15. Ωστόσο, για τη λειτουργία της σχεδιασμένης οικονομίας θεωρούσε θεμελιώδες αξίωμα την εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης16. Πέραν του κρατικού παρεμβατισμού, άλλοι παράγοντες που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην ανάπτυξη ήταν, η επάρκεια τόσο εργατικού δυναμικού όσο και αποθεμάτων κεφαλαίου, ο προσανατολισμός προς την εξασφάλιση πόρων και η πολιτική συμπίεσης της κατανάλωσης ώστε να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη, μέσω της εξασφάλισης επενδύσεων17. Παράλληλα, η αδιάκοπη πρόοδος της τεχνολογίας υποβοήθησε την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγής18.
Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε έναν ακόμα κεφαλαιώδους σημασίας παράγοντα, ο οποίος εξασφάλισε τους αναγκαίους πόρους για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο ευρωπαϊκών υποδομών και ουσιαστικά λειτούργησε ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την οικονομική χορηγία των Η.Π.Α. προς τα κράτη της δυτικής Ευρώπης, όπως προέβλεπε το σχέδιο Marshall. Οι Η.Π.Α. ενίσχυσαν οικονομικά τις προσπάθειες ανόρθωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση ενός διπλού στόχου. Αφενός, προσέβλεπαν στην αποκατάσταση της δυτικοευρωπαϊκής ευμάρειας, μέσω της εξασφάλισης υψηλής παραγωγικότητας και της μαζικής κατανάλωσης, για την αποτελεσματική λειτουργία της ως αναχώματος σε ενδεχόμενη εξάπλωση του κομμουνισμού στη δύση,19 αφετέρου, στόχευαν στην αναγνώριση του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συνασπισμού. Χαρακτηριστική ένδειξη της τελευταίας φιλοδοξίας αποτέλεσε η σύναψη της συνθήκης του Bretton-Woods το 1944, στην οποία το δολάριο αναγνωρίστηκε ως το μοναδικό νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό20.                                                  
ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΡΣΑΛ
Απόρροια του συνδυασμού των παραγόντων που περιγράψαμε υπήρξε η οικονομική αναζωογόνηση της δυτικής Ευρώπης. Η συμμετοχή του κράτους σ’ αυτήν την προσπάθεια εκφράστηκε και μέσω των κρατικοποιήσεων βασικών οικονομικών κλάδων αλλά και με επενδύσεις στη βάση της περιφερειακής και ισόρροπης ανάπτυξης21. Όμως, η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με παλαιότερες περιόδους ήταν η έμφαση που έδωσαν τα κράτη στην επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής κοινωνικής ευημερίας. Πρωταρχικοί στόχοι αποτελούσαν η πλήρης απασχόληση και η δυνατότερη εφικτή άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, με μέσα το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική ασφάλιση22. Όπως προέτρεπε η κευνσιανή θεωρία, πραγματοποιήθηκαν δημόσιες επένδυσεις σε κλάδους όπως οι μεταφορές και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, ενώ οι δημόσιες δαπάνες είχαν προτεραιότητα σε τομείς όπως: η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η παιδεία και η στέγαση23.
Οι λόγοι για του αυξημένου ενδιαφέροντος των δυτικών κυβερνήσεων για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών είναι σίγουρα ποικίλοι και σύνθετοι. Ανάλογα με την αφετηρία και την οπτική που επιλέγει κανείς να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη πολιτική, μπορεί να αποδώσει την επιλογή της στις πιο διαφορετικές αιτίες, όπως: ο φόβος της εξάπλωσης του κομμουνισμού, η συνειδητοποίηση των κυβερνήσεων και των καθεστηκυιών τάξεων πως η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων στρωμάτων αποτελεί εγγύηση κοινωνικής ομαλότητας κι ανάπτυξης, ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, η πρωτοφανής ανάπτυξη και η ανάλογη κερδοφορία που άφηνε περιθώρια για παραχωρήσεις κ.ο.κ. Ανεξάρτητα όμως από το ποιος πραγματικά συνδυασμός αιτιών οδήγησε στην προαναφερθείσα επιλογή, το δεδομένο ήταν πως στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το εισόδημα των εργαζομένων αυξάνονταν σταθερά και μαζί μ’ αυτό και το βιοτικό τους επίπεδο. Άλλωστε, ενδεικτικές παράμετροι της προτεραιότητας των δυτικών κυβερνήσεων για την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών, αποτελεί τόσο η παροχέτευση του μεγαλύτερου μέρους των δημόσιων δαπανών στην κοινωνική πρόνοια κατά τη δεκαετία του 60’, όσο και το γεγονός πως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70’, τα προηγμένα δυτικοευρωπαϊκά κράτη είχαν εξελιχθεί σε κράτη πρόνοιας24.
Σε αντίθεση με την ανατολική Ευρώπη, όπου ο πλήρης έλεγχος της οικονομίας και η κατοχή των μέσων παραγωγής από το κράτος, καθιστούσε την πρόνοια αυτονόητη υποχρέωσή του προς τους πολίτες, εφόσον η έλλειψη άλλων κοινωνικών εταίρων ευνοούσε τον άμεσο καθορισμό των υποχρεώσεων της κάθε πλευράς. Στη μεικτή οικονομία της δυτικής Ευρώπης, το κράτος μοιάζει να κατέχει το ρόλο του διαμεσολαβητή σε ένα πλαίσιο συνδιαλλαγής μεταξύ κοινωνικών τάξεων. Έτσι η δημιουργία του κράτους πρόνοιας, από την μια έχει στόχο την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ομαλότητας στην οικονομική ζωή, επιτρέποντας την διασφάλιση των επιχειρηματικών κερδών, και από την άλλη, μέσω συγκεκριμένων παροχών προς τους πολίτες, εγγυάται την ασφάλεια σε τομείς όπως: η υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων κ.λ.π25. Εξάλλου, ένα ακόμα χαρακτηριστικό των δυτικών κρατών ήταν πως δεν υπήρχε ένα μονάχα μοντέλο κράτους πρόνοιας26. Η ποικιλία δείχνει να οφείλεται τόσο ιδεολογικές καταβολές των κυβερνήσεων, όσο και στην οικονομική κατάσταση των διαφορετικών κρατών, παράγοντες που επηρέαζαν το εύρος και την ποιότητα των παροχών. Ο κανόνας πάντως ήταν η προσπάθεια για διάχυση του πλούτου σε ολόκληρη την κοινωνία27.
Όσον αφορά τώρα πιθανές συνδέσεις του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης με τις πολιτικές που ακολούθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης του 30’, μπορούμε να διακρίνουμε πως στο ανατολικό μοντέλο δεν υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις από την πολιτική της Ε.Σ.Σ.Δ. στη συγκεκριμένη δεκαετία, με εκείνες των ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της προσπάθειας εκβιομηχάνισής τους. Όπως μάλιστα προαναφέραμε, η σοβιετική ανάπτυξη του 30’ αποτέλεσε πρότυπο που ακολούθησαν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Επιτεύγματα και συνέπειες περιγράφτηκαν ήδη και μόνο πιθανολογικά μπορούμε να μιλήσουμε, για το αν το ενδεχόμενο έγκαιρων μεταρρυθμίσεων ήταν κατ’ αρχήν εφικτό και κατά δεύτερο λόγο αν θα είχε θετικά αποτελέσματα.
Σχετικά τώρα με το δυτικό μοντέλο, μια αρχική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός πως και στις δύο περιόδους, μια πρώτη αντίδραση ήταν η αίρεση της εμπιστοσύνης στο φιλελευθερισμό και η συνακόλουθη καθιέρωση του κρατικού παρεμβατισμού. Εκτός απ’ αυτό όμως, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες επιμέρους ομοιότητες, όσο και διαφορές. Ο κεντρικός ρόλος που έπαιξαν οι Η.Π.Α. και στις δύο περιόδους παρουσιάζει το εξής οξύμωρο: αν τα αμερικάνικα κεφάλαια κατά την περίοδο του μεσοπολέμου αποτέλεσαν κύριο παράγοντα της ευρωπαϊκή αστάθειας, λόγω έλλειψης παρεμβατικής πολιτικής από την κυβέρνηση των Η.Π.Α.,28 μεταπολεμικά λειτούργησαν ευεργετικά και αποτέλεσαν θεμελιώδη λίθο της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Επίσης, όπως από το 1934 το δολάριο κατέστη το μόνο ανταλλάξιμο με χρυσό νόμισμα,29 το ίδιο συνέβη και με τη συνθήκη του Bretton-Woods το 1944, αν και στη δεύτερη περίπτωση κατάφερε να διασφαλίσει τη νομισματική σταθερότητα και να μειώσει την κερδοσκοπία, βοηθώντας τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο δρόμο της ανάπτυξης30. Κάποιες άλλες ομοιότητες μπορούμε να αναφέρουμε σε επιμέρους μέτρα που πήραν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατά το μεσοπόλεμο δίχως όμως την ανάλογη επιτυχία με την μεταπολεμική, γεγονός που καταδεικνύει τη συνθετότητα των οικονομικών προβλημάτων και την εξάρτηση από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. επί Ρούσβελτ, η Γαλλία επί Μπλουμ και η Γερμανία μέχρι το 1937, έδωσαν έμφαση στα δημόσια έργα για την καταπολέμηση της ανεργίας και την οικονομική ανάπτυξη.31 Στην καλύτερη των περιπτώσεων τα αποτελέσματα ήταν μέτρια και επουδενί συγκρίνονταν με την μεταπολεμική επιτυχία που γνώρισαν ανάλογες πολιτικές. Τέλος, αρκετά από τα μέτρα που πήραν τα κοινωνικά κράτη της Ευρώπης παρουσίαζαν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα αντίστοιχα του NewDeal της κυβέρνησης Ρούσβελτ. Εμπνευσμένα από τη συγκεκριμένη αμερικάνικη πολιτική του 30’ υπήρξαν τα μέτρα όπως: τα επιδόματα για τα δημόσια έργα, τις περιφερειακές δημόσιες επενδύσεις, τον έλεγχο τομέων της οικονομίας, την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα στους άνεργους. Και σε αυτή την περίπτωση, η μεταπολεμική εφαρμογή από τα ευρωπαϊκά κράτη εμφάνισε θεαματικά μεγαλύτερη επιτυχία.
Που οφείλεται συνεπώς η αποτυχία των κυβερνήσεων του 30’ να ξεπεράσουν την κρίση και να αποσοβήσουν τον όλεθρο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου; Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε ένα συνδυασμό παραγόντων, πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών, ακόμα και ψυχολογικών. Ο κοινωνικός αναβρασμός της μεσοπολεμικής περιόδου, η έξαρση ενός επιθετικού εθνικισμού, η επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων πλην των χωρών με ισχυρές δημοκρατικές παραδόσεις, η έλλειψη εμπιστοσύνης και διάθεσης συνεργασίας μεταξύ των κρατών, η ανασφάλεια πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και η ριζοσπαστικοποίηση άλλων μέσω υιοθέτησης συγκεκριμένων ιδεολογιών, η περιθωριοποίηση χωρών όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. και η Γερμανία και η καλλιέργεια του γερμανικού ρεβανσισμού λόγω της συνθήκης των Βερσαλλιών κ.λ.π., αποτέλεσαν σίγουρα συνιστώσες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παρεμπόδισαν το ξεπέρασμα των προβλημάτων της μεσοπολεμικής κρίσης.
Αντίθετα, στην μεταπολεμική περίοδο, η Ευρώπη έχοντας φτάσει στο ναδίρ οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά και έχοντας βιώσει την απόλυτη καταστροφή, μοιάζει να συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο πως μόνο μέσα από τη συνεργασία θα μπορούσε να ανακάμψει. Επιπλέον, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ή της Ελλάδας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μοιάζουν διατεθειμένες να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή, μέσω πολιτικών που περιγράψαμε και με σταθερή προσήλωση προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ακόμα, ο διπολισμός ακόμα κι αν σε αρκετές περιπτώσεις έδειχνε να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί, περιορίστηκε σε περιφερειακές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, εκτός του ευρωπαϊκού τοπίου.
     Ωστόσο, γεγονότα όπως οι κρίσεις του 70’ και η επανάκαμψη του (νέο)φιλελευθερισμού, η κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων αφήνοντας σε αρκετές περιπτώσεις τα ανατολικά κράτη σε χειρότερη κατάσταση από πριν, η παγκοσμιοποίηση, οι προτεραιότητες που δείχνει να θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση προς όφελος της οικονομικής ανταγωνιστικότητας υποβαθμίζοντας τις κοινωνικές παραμέτρους, ο επαναπροσανατολισμός των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που θέτει πρωτεύοντα στόχο τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών αντί για την καταπολέμηση της ανεργίας, δημιούργησαν νέα δεδομένα για τα ευρωπαϊκά κράτη. Η οικονομία της αγοράς από τη δεκαετία του 80’ κερδίζει διαρκώς έδαφος σε βάρος της κοινωνίας, κάτι που αντανακλάται και από την εντεινόμενη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, το οποίο αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο παρά ως αρωγός στην ανάπτυξή της. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια, προκύπτουν νέα ζητήματα όπως: η σοβαρή ανεργία, η γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού και η συνακόλουθη υπογεννητικότητα, το διαχρονικό πρόβλημα των γυναικών λόγω της διπλής καταπίεσης στην οικογένεια και την παραγωγή, αλλά και η πίεση που θέτει η προσπάθεια της γυναικείας χειραφέτησης στη σύγχρονη εποχή δημιουργώντας δίλημμα ανάμεσα στην τεκνοποίηση και την ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός ευάλωτων κοινωνικών ομάδων όπως οι μετανάστες ή οι ανύπαντρες μητέρες, το συνταξιοδοτικό πρόβλημα κ.α.
Έτσι, μέσα σ’ ένα πλαίσιο κυριαρχίας των νόμων της ελεύθερης αγοράς και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, με παράλληλη αποδόμηση της κοινωνικής προστασίας και συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και η εμφάνιση των απασχολήσιμων στη θέση των εργαζομένων με πλήρη και μόνιμη απασχόληση, η αύξηση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών και η συμπίεση της μεσαίας τάξης, μοιάζουν να επιδεινώνουν την κατάσταση. Συνάμα, το ξεπέρασμα των παραπάνω δυσχερειών μοιάζει να αποτελεί την κυριότερη πρόκληση για την Ευρώπη του μέλλοντος, στο δρόμο για την επίτευξη της οικονομικής προόδου σε συνδυασμό με την κοινωνική ευημερία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999
  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008
  3. Ράπτης Κώστας/ Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα/ Εκδόσεις ΕΑΠ/ Πάτρα 2000
                                                                                                                                                  Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
1 Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ σ. 141/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008 Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
2 Κ. Ράπτης/ Γενική Ιστορία της Ευρώπης/ τ. Β/ σ. 222/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2000
3 Κ. Γαγανάκης, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, σελ 312, Πάτρα 1999. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
4 Ο.π./ σελ. 310
5 Ο.π./ σελ. 309
6 Ο.π./ σελ. 311
7 Εδώ θεωρούμε απαραίτητο να διασαφηνίσουμε πως το χτίσιμο του υπαρκτού σοσιαλισμού βασίστηκε στην σταλινική θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα και στην ανάληψη της εξουσίας από τις ανατολικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις «από τα πάνω». Η υιοθέτηση της προηγούμενης πολιτικής αποτελούσε ουσιαστική παρέκκλιση από τον αρχικό στόχο των μπολσεβίκων, οι οποίοι θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση του σοσιαλισμού στη Ρωσία την επέκτασή του στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες με κυριότερη τη Γερμανία, μέσω εργατικών επαναστάσεων «από τα κάτω», κάτι που επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς σε αρκετές χώρες με τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Για το συγγραφέα της εργασίας, η επικράτηση του σταλινισμού αποτελεί τομή παρά συνέχεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, καθώς πέραν της άγριας εκμετάλλευσης και καταπίεσης που υφίσταντο η εργατική τάξη αντί της αναβάθμισης του ρόλου της με επέκταση της δημοκρατίας στην παραγωγή, συνάμα, με την υποβάθμιση του στόχου της παγκόσμιας επανάστασης τα κομμουνιστικά κόμματα του πλανήτη αλλά και της δυτικής Ευρώπης ειδικότερα, μεταλλάχθηκαν σε «μακρύ χέρι» της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής αντί για προπαγανδιστές της επανάστασης στη χώρα τους. Ωστόσο, εδώ πρέπει να κλείσει η σύντομη παρένθεση, μιας και το κατά πόσο το ανατολικό μπλοκ αφενός, εξέφραζε το πνεύμα και το γράμμα του μαρξισμού και αφετέρου, αποτελούσε συνεχιστή τη πολιτικής που χάραξαν ο Λένιν και ο Τρότσκι την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης, σηκώνει πολύ συζήτηση και είναι αντικείμενο άλλη κουβέντας.
8 Γαγανάκης / σελ. 312
9 Ο.π./ σελ. 312
10 Ο.π./ σελ. 312
11 Ο.π./ σελ. 312
12 Ο.π./ σελ. 314
13 Ο.π./ σελ. 314
14 Δρίτσα/ σελ. 238
15 Ο.π/ σελ. 237
16 Γαγανάκης/ σελ. 316
17 Ο.π/ σελ. 316
18 Δρίτσα/ σελ. 239
19 Γαγανάκης / σελ. 316, 317
20 Δρίτσα/ σελ. 238,239
21 Ο.π./ σελ. 238
22 Ο.π./ σελ 257
23 Ο.π./ σελ. 257
24 Γαγανάκης/ σελ. 319
25 Δρίτσα/ σελ. 241
26 Ο.π./ σελ 269
27 Ο.π./ σελ 239
28 Ο.π./ σελ 292
29 Ο.π./ σελ 140
30 Ο.π./ σελ 239
31 Ο.π./ σελ 230, 231

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΣΥΓΚΡΙΣΗ  ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ κ' ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ στο πλαίσιο της Πανευρωπαϊκής προσέγγισης της οικονομικής Ιστορίας 

Fernand Braudel: Από τους μεγαλύτερους Ιστορικούς του 20ου αι. κ' μέλος της 1ης γενιάς των Annales.
Fernand Braudel: Από τους μεγαλύτερους Ιστορικούς του 20ου αι. κ' μέλος της 1ης γενιάς των Annales.
   Η διαδικασία διερεύνησης, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για το αν η σχολή των Annales – έστω και αν ο όρος «σχολή» χρησιμοποιείται καταχρηστικά με την έννοια πως τα μέλη τους δεν αποδέχονται το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό – αποτελεί συμπληρωματική ή εναλλακτική προσέγγιση, συγκρινόμενη με την ενδογενή τάση της οικονομικής ιστορίας, η οποία ονομάστηκε Ιστορία των Επιχειρήσεων και των Επιχειρηματιών, εξαρχής γεννά αρκετούς προβληματισμούς. Καταρχήν, είναι δόκιμη μια τέτοια σύγκριση ανάμεσα σε μια σχολή με δηλωμένο στόχο τον πλουραλισμό των κατευθύνσεων και προσεγγίσεων ποικίλων ιστορικο- οικονομικών φαινόμενων1, με μια τάση που ο κυριότερος ίσως στόχος της είναι η διερεύνηση του μικροθεσμού της επιχείρησης, με απώτερο σκοπό τη μελέτη του ρόλου και της συμβολής της στην ανάπτυξη ενός εθνικού οικονομικού μοντέλου2; Επιπλέον, υπάρχει κοινός τόπος μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, με δεδομένο ότι το κύριο ενδιαφέρον των Annales επικεντρώνεται στη λεγόμενη προνεωτερική εποχή- δίχως βέβαια να απουσιάζουν και μελέτες για το σύγχρονο κόσμο3 – ενώ αντίθετα, το βάρος των ιστορικών των επιχειρήσεων εστιάζεται στην ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής; Τέλος, το εύρος των ενδιαφερόντων των Annales, η πληθώρα μεθοδολογικών εργαλείων που χρησιμοποίησαν από την ίδρυσή τους έως τις μέρες μας και η επιδίωξη, κυρίως της τελευταίας γενιάς της σχολής, για «διάλυση ενός ιδιαίτερου annale προσανατολισμού εντός μιας ιστοριογραφίας που περιέχει ποικίλες κατευθύνσεις»,4 δύναται να διαμορφώσει ένα ιστοριογραφικό πλαίσιο ώστε να εγκολπώσει ενδιαφέροντα και επιδιώξεις των ιστορικών των Επιχειρήσεων; Και αντίθετα, οι τελευταίοι μπορούν να ωφεληθούν και να αξιοποιήσουν την προσφορά των Annales στο δικό τους πεδίο έρευνας; Τα παραπάνω αποτελούν κάποια από τα ερωτήματα που γέννιουνται στην προσπάθεια εξέτασης των δύο προσεγγίσεων της οικονομικής ιστορίας. Όμως, για μια καλύτερη κατανόηση των επιδιώξεων τους, οφείλουμε να περάσουμε σε μια διεξοδικότερη εξέταση της κάθε μιας από τις δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις.
Ξεκινώντας με μια από τις πλέον σημαντικές σχολές ιστορικής σκέψης του 20ου αιώνα που αντιπροσωπεύουν οι Annales, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως στην πορεία των δεκαετιών, τόσο η μεθοδολογία, όσο και τα ερευνητικά ενδιαφέροντα άλλαζαν, εμπλουτίζονταν, διευρύνονταν από γενιά σε γενιά, καθώς οι ιστορικοί εκτός από ερευνητές αποτελούσαν και δέκτες των εκάστοτε τεχνολογικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, κοινωνικών και άλλων μηνυμάτων, με συνέπεια η οπτική τους να μην μένει ανεπηρέαστη από το πνευματικό περιβάλλον της εποχής τους5. Βέβαια, ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματά τους αποτελούσε πάντα η προτεραιότητα που έδιναν στην έρευνα έναντι της θεωρητικής σκέψης, όπως και η αποφυγή διατύπωσης κάποιας θεωρίας6. Ενώ όπως προαναφέρθηκε ο πλουραλισμός στις κατευθύνσεις και τις προσεγγίσεις θεωρούνταν προαπαιτούμενο.
Στο σημείο αυτό, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε αφενός ορισμένες από τις σημαντικότερες συμβολές των annales σε επίπεδο μεθοδολογίας και αφετέρου κάποιες σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες, καθώς με το έργο τους συνέβαλαν στην αλλαγή της ίδιας της ιστορικής σκέψης. Από τις πιο καθοριστικές πρωτοβουλίες, αποτέλεσε η προσπάθεια διεπιστημονικής εργασίας και η χρήση εργαλείων άλλων επιστημών, χωρίς να παραγνωρίζουν όμως την κεντρική θέση της ιστορίας7. Από τα έργα της πρώτης κιόλας γενιάς Annales, διαπιστώνεται πως εντός των πλαισίων της γαλλικής ιστοριογραφίας συνάπτονται στενές σχέσεις μεταξύ γεωγραφίας, οικονομίας και ανθρωπολογίας. Ειδικότερα για την γεωγραφία, πρέπει να επισημανθεί πως έχει ιδιαίτερες διαστάσεις στα πλαίσια της ιστοριογραφίας κατέχοντας ιστορικό και πολιτισμικό προσανατολισμό8, ενώ παράλληλα μεγάλη σημασία αποδίδεται στην περιφέρεια, με απόρροια του τελευταίου η συγγραφή της ιστορίας να είναι είτε τοπική είτε υπερεθνική9.
Στη δεκαετία του 60’, παρατηρείται εκτός από τον προσανατολισμό στις κοινωνικές επιστήμες, η στροφή στην ποσοτικοποίηση και η ανάδειξη της ποσοτικής ιστορίας, εργαλεία της οποίας θα αξιοποιήσουν και τα Annales. Ο πρώτος που εργάστηκε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και που στο έργο του ασχολήθηκε με την οικονομική ιστορία της Γαλλίας, ήταν ο Μπρωντέλ. Ο συγκεκριμένος, εστίασε στους καθοριστικούς για την οικονομία παράγοντες σε βάθος χρόνου δεκαετιών ή αιώνων, εξετάζοντας τους μεγάλους επαναλαμβανόμενους κύκλους που παρατηρούνται σ’ αυτήν10. Με αυτόν τον τρόπο, η οικονομία προσέγγισε την κλασική πολιτική οικονομία, δίχως όμως να ενστερνίζεται την αισιοδοξία της τελευταίας όσον αφορά τη σταθερότητα ή τη δυνατότητα ανάπτυξης11. Παράλληλα, από άλλους ερευνητές εκπονήθηκαν δημογραφικές μελέτες που αξιοποιούσαν δημογραφικά δεδομένα και είχαν στόχο την καταγραφή της ιστορίας κάποιας περιοχής. Η επεξεργασία και η αξιοποίηση στατιστικών στοιχείων, έδιναν πολύτιμες πληροφορίες για ένα εύρος ζητημάτων που εστίαζαν από τις οικογενειακές συμπεριφορές έως αναλύσεις για την αλληλεπίδραση μέσα στο χρόνο μεταξύ πληθυσμιακής εξέλιξης και τιμών των ειδών διατροφής12. Επιπλέον, μια ακόμα διεύρυνση της διεπιστημονικής έρευνας λαμβάνει χώρα στις αρχές τις δεκαετίας του 70’, με την προσπάθεια ενσωμάτωσης ιστορικών και κοινωνικών επιστημών, πλην των τριών που προαναφέραμε, χάρη στην αξιοποίηση επιστημών όπως η γλωσσολογία, η σημειολογία, οι επιστήμες της λογοτεχνίας και της τέχνης, και της ψυχανάλυσης. Η συγκεκριμένη προσπάθεια άσκησε μεγάλη επιρροή στην έρευνα στη Γαλλία και ενίσχυσε την ομαδική δουλεία13.
Αυτές όμως δεν ήταν οι μοναδικές συμβολές του έργου των Annales. Δύο ακόμα καινοτομίες αποτελούν, από τη μια η νέα αντίληψη που επέφεραν στον ιστορικό χρόνο, και από την άλλη η κεντρική θέση που κατέχει η κουλτούρα στα έργα τους. Όσον αφορά το χρόνο, στα περισσότερα έργα των Annales απουσιάζει η γραμμική θεώρηση στην οποία η ιστορία ακολουθεί συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενώ παράλληλα αίρεται η εμπιστοσύνη στην πρόοδο και αμφισβητείται η ανωτερότητα της δυτικής κουλτούρας14. Στην μελέτη ενός πολιτισμού ή μιας γεωγραφικής περιοχής, ο χρόνος μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις και να είναι διαφορετικός για κάθε εξεταζόμενη δομή, ακόμα εντός των πλαισίων του ίδιου πολιτισμού15. Όσο για την έννοια της κουλτούρας, αυτή διευρύνεται για να συμπεριλάβει κλάδους που προηγούμενα αποτελούσαν αυτόνομους χώρους μελέτης, όπως το κράτος, η οικονομία, η θρησκεία, η νομοθεσία, η λογοτεχνία. Κατ’ επέκταση, η κουλτούρα παύει να αποτελεί πεδίο δραστηριοποίησης ή αποκλειστικής οικειοποίησης μικρών ομάδων όπως οι διανοούμενοι ή οι καλλιτέχνες και μετατρέπεται σε τρόπο εξέτασης της ίδιας της ζωής μέσα στις πολλαπλές εκφάνσεις της, αγκαλιάζοντας το σύνολο του πληθυσμού16. Εξάλλου, λόγω της διεπιστημονικότητας που περιγράψαμε και της κατάργησης των διαχωρισμών μεταξύ συγγενικών επιστημονικών κλάδων, η σημασία της κουλτούρας ή άλλων κοινωνικών πλευρών αναβαθμίζονται, συγκριτικά με την κεντρική θέση που κατείχε ο θεσμός του κράτους ως άξονας έρευνας17.
Άλλη αξιοσημείωτη μεταβολή στην οπτική των Annales, αποτελεί η έμφαση που δίνουν στις δομές σε αντίθεση με τα πρόσωπα, τα οποία κατέχουν περιθωριακή θέση σε σχέση με την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα18. Επίσης, κοινό στοιχείο πολλών έργων αποτελεί η απουσία κάποιου κεντρικού θεσμού ως αφηγηματικού άξονα, όπως για παράδειγμα το έθνος. Αντίθετα, ιδιαίτερο βάρος μπορεί να έχουν οι δεσμοί μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών δομών ή η εστίαση σε μοντέλα σκέψης και συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνουμε τη μεγάλη βαρύτητα που ανέκαθεν έδιναν τα Annales στην ιστορία των συνειδήσεων και στην εξέταση αντιλήψεων και νοοτροπιών. Ειδικά από τους ιστορικούς της τρίτης γενιάς, η μελέτη λαϊκών συμπεριφορών μέσα σε κοινωνικο-οικονομικά πλαίσια, καθιέρωσε μια ιστορία νοοτροπιών. Πολύτιμοι αρωγοί σ’ αυτήν την προσπάθεια, υπήρξαν οι τέχνες και η λογοτεχνία, οι οποίες αξιοποιήθηκαν για την ανάπλαση των νοοτροπιών προηγούμενων ιστορικών περιόδων19.
Συνοψίζοντας, στην πολυετή προσφορά των Annales μπορούμε να καταλογίσουμε τις καινοτομίες που επέφεραν στην ιστορική σκέψη και την επιρροή που άσκησαν στην οπτική και τη συγγραφή της ιστορίας. Η προώθηση της διεπιστημονικότητας, η μεταβολή εννοιών όπως ο χρόνος ή η κουλτούρα, η περιφερειακή ή πολιτισμική κατανομή του γεωγραφικού χώρου, η εστίαση σε δομές και σε μοντέλα και η συνακόλουθη αφηγηματική πρωτοτυπία με την αποφυγή χρήσης κάποιου θεσμού ως αφηγηματικού άξονα, η εγκατάλειψη μεθόδων του ιστορικισμού δίχως να απουσιάζει η πολιτική ιστορία, αποτελούν ορισμένες από τις συμβολές τους. Παράλληλα, η κοινωνική και οικονομική ιστορία εμπλουτίστηκε και πλαισιώθηκε από μια πληθώρα μεθοδολογικών και εννοιολογικών προσεγγίσεων, με αναπόφευκτο ίσως τίμημα κάποιες σοβαρές αντιφάσεις στην πρακτική τους20. Συνάμα, παρά την άρνηση κάθε ορθοδοξίας και τον πλουραλισμό κατευθύνσεων και προσεγγίσεων, η συνάφεια στη γλώσσα και στις έννοιες που υιοθετούν αποτελούν το νήμα της συνέχειας ανάμεσα στις γενιές των Annales, σε μια πορεία δεκαετιών.
Περνώντας σε μια αντίστοιχη εξέταση της ιστορίας των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, όπως επισημάναμε και στην εισαγωγή, το ερευνητικό ενδιαφέρον συγκεκριμένης τάσης εστιάζει σε συγκεκριμένους θεσμούς και δομές που εμφανίζονται και αναπτύσσονται σε μια χρονολογικά και ιστορικά πρόσφατη περίοδο, την οποία χαρακτηρίζει η κυριαρχία του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, η ύπαρξη ενός σαφώς πιο συγκεκριμένου πεδίου από θεματολογική ή χρονολογική άποψη, συγκριτικά με εκείνο των Annales, δε σημαίνει και απουσία ποικιλίας προσεγγίσεων.
Ο ρόλος και η συμβολή των επιχειρήσεων όπως και εκείνος των επιχειρηματιών στην εξέταση της εξέλιξης κάποιας εθνικής οικονομίας, προσεγγίζεται υπό ποικίλες οπτικές. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των ιστορικών όσον αφορά τις επιχειρήσεις, μπορούν να αφορούν μια σχεδόν ανεξάντλητη γκάμα ζητημάτων όπως, η σημασία των μεγάλων επιχειρήσεων για την οικονομία, η εξέταση διαφορετικών τύπων και ιδιοκτησιακών καθεστώτων επιχειρήσεων που κυριαρχούν σε κάθε χώρα, ο ρόλος του κράτους, οι διοικητικές ή οργανωτικές δομές, το μέγεθος, η κοινωνική και οικολογική συμπεριφορά, η στρατηγική τους. Ακόμα, μπορεί να εξετάζονται ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό των εταιρειών όπως μεταξύ άλλων, η διαδικασία σχηματισμού τους, ο ρόλος του φύλου ή της εθνικότητας στην εξέλιξη μιας επιχείρησης, η πρόσφατη ιστορία τους όπως κι αυτή των προϊόντων που παράγουν21. Επιπλέον, παράμετροι όπως συμπεριφορές και νοοτροπίες κοινωνικών ομάδων και ο ρόλος που αυτές διαδραμάτισαν για την εμπλοκή με επιχειρηματικές δραστηριότητες, η σημασία των θρησκευτικών ή πολιτισμικών δεσμών στην βιομηχανική ανάπτυξη, ο τρόπος δράσης και οι δεξιότητες των επιχειρηματιών, ερευνώνται μεθοδικά22.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης τάσης, παρατηρούμε επίσης έργα που αποτελούν προϊόντα διεπιστημονικής εργασίας. Η χρήση εργαλείων από τις κοινωνικές επιστήμες, την κλασική ιστορία, τα οικονομικά και τα νομικά, η αξιοποίηση εμπειρικού υλικού και πρωτογενών στοιχείων, δημιουργούν συνθέσεις στην προσπάθεια διατύπωσης θεωριών των επιχειρήσεων και εξέτασης της ανάπτυξης των εθνικών οικονομικών μοντέλων23.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, ανάμεσα στο έργο των ιστορικών των Annales και σε εκείνο των ιστορικών των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, μπορούμε να διαπιστώσουμε τόσο διαφορές όσο και ομοιότητες όσον αφορά τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και τη μεθοδολογία τους. Στο πλαίσιο λοιπόν μιας Πανευρωπαϊκής προσέγγισης της Οικονομικής ιστορίας, οφείλουμε αρχικά να υπογραμμίσουμε πως η σύγχρονη έρευνα στρέφεται κατά κύριο λόγο, σε τρεις τομείς: τον ποσοτικό προσδιορισμό της οικονομικής αλλαγής, την εστίαση σε περιοχές που μέχρι τώρα δεν είχε δοθεί η απαραίτητη προσοχή και, στην εξέταση προτύπων ή τυπολογιών ανάπτυξης24. Ωστόσο, οι προσπάθειες για διατύπωση θεωριών σχετικά με την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, αδυνατούν να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις για το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, καθώς στην αναπτυξιακή πορεία της τελευταίας εμφανίζονται μεγάλες διαφορές τόσο σε τοπικό όσο και χρονολογικό επίπεδο. Έτσι, η περιφερειακή προσέγγιση μοιάζει να είναι η πιο αξιόπιστη μεθοδολογικά, για την εξέταση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, εφόσον φαινόμενα ανισομέρειας δείχνουν να κυριαρχούν ακόμα και στο εσωτερικό των εθνικών κρατών25.
Από αυτήν την άποψη, οι διαφορές στο ρυθμό, την ποιότητα, την ένταση, την γεωγραφική κατανομή, καθιστούν την εξέταση της πανευρωπαϊκής οικονομίας και ανάπτυξης μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία. Κατά συνέπεια, οι θεωρήσεις των Annales και αυτές των ιστορικών των επιχειρήσεων, είναι δυνατό να αποτελέσουν χρήσιμες συμπληρωματικές προσεγγίσεις και να αξιοποιηθούν τα μεθοδολογικά εργαλεία και οι κατακτήσεις των ερευνητικών προσπαθειών της καθεμιάς. Στο μέτρο που η έρευνα είναι ακόμα ανοιχτή, εργαλεία όπως αυτά της ποσοτικής ή της ιστορίας των νοοτροπιών, η εστίαση στην περιφερειακή ανάλυση, στοιχεία και μελέτες για το ρόλο των επιχειρήσεων ή την επίδραση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και η διεπιστημονική εργασία, δύναται να δώσουν νέες συνθέσεις. Το πολύτιμο υλικό και ο πλουραλισμός των πεδίων έρευνας των δύο τάσεων, μπορούν να βοηθήσουν στην προσπάθεια κατανόησης του οικονομικού παρελθόντος, και να δώσουν απαντήσεις για τις αιτίες οικονομικής καθυστέρησης κάποιων περιοχών ή τα διαφορετικά μοντέλα εθνικής οικονομικής ανάπτυξης. Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσπάθεια πανευρωπαϊκής προσέγγισης της οικονομικής ιστορίας, μπορεί να ωφεληθεί περισσότερο χρησιμοποιώντας συνδυαστικά κατακτήσεις των δύο τάσεων, παρά αν τις αντιμετωπίσει ως εναλλακτικές προτάσεις.
Βιβλιογραφία:
  1. Μανδυλαρά Άννα, Η διπλή ζωή της οικονομικής ιστορίας. Θέματα Ευρωπαϊκής Ιστοριογραφίας, Πάτρα, ΕΑΠ, 2008
  2. AldcroftD – VilleS. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
  3. IggersG., Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Π. Ματάλας, Αθήνα 2005
                                                                                                                                                              Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
1 G. Iggers, Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Εκδ. Νεφέλη, σελ. 77, μτφρ. Π. Ματάλας, Αθήνα 2005. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
2 Άννα Β. Μανδυλαρά, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, σελ. 44, Πάτρα 2008. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
3 G. Iggers, σελ. 87
4 Ο.π, σελ 67
5 Ο.π, σελ. 75
6 Ο.π, σελ. 76
7 Ο.π, σελ. 75
8 Ο.π, σελ. 75
9 Ο.π, σελ. 81
10 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 24
11 G. Iggers, σελ. 84
12 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 24
13 G. Iggers, σελ. 78
14 Ο.π, σελ. 80,81
15 Ο.π, σελ. 80
16 Ο.π, σελ. 74
17 Ο.π, σελ. 76
18 Ο.π, σελ. 79
19 Ο.π, σελ. 85,86
20 Ο.π, σελ. 89
21 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 44,45,46
22 Church R., Επιχειρηματική δράση και διοίκηση επιχειρήσεων, σελ. 137-181, από το Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, Aldcroft D – Ville S. επιμ., εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
23 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 44,45
24 Ο.π., σελ. 53
25 Ο.π., σελ. 54